- άδαιτος
- ἄδαιτος, -ον (Α) [δαίνυμι]1. ο μη φαγώσιμος2. όταν πρόκειται για θυσία (θυσία ἄδαιτος), σημαίνει τη θυσία, από τα ειδωλόθυτα* τής οποίας δεν επιτρέπεται να φάει κανείς για λόγους θρησκευτικούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄδαιτον — ἄδαιτος of which none might eat masc/fem acc sg ἄδαιτος of which none might eat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)